Ο Πόρος στην ιστορία
Εισαγωγή
Ο Πόρος βρίσκεται στη δυτική πλευρά της εισόδου του
Σαρωνικού κόλπου, πολύ κοντά στις ακτές της Πελοποννήσου, απέχει 31 ναυτικά μίλια από το λιμάνι του
Πειραιά και έχει έκταση 23 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Όπως
αναφέρει ο Παυσανίας (ΙΙ, 33, 1-2), ο Πόρος, ήδη από τους
αρχαίους χρόνους, απαρτιζόταν από δύο νησιά χωρισμένα μεταξύ τους: τη Σφαιρία, μια βραχώδη τριγωνική ηφαιστειογενή νησίδα (όπου βρίσκονται σήμερα το λιμάνι και η σύγχρονη
πόλη) κοντά στην αργολική ακτή, η οποία δημιουργήθηκε από
την έκρηξη του γειτονικού ηφαιστείου των Μεθάνων, κατά την
Προϊστορική εποχή, περίπου πριν από 100.000 χρόνια, και την
πολύ αρχαιότερη και μεγαλύτερη Καλαυρεία, ένα ιζηματογενές
νησί με ασβεστολιθικά και σχιστολιθικά πετρώματα. Η ένωση
των νησιών έγινε με την πάροδο των αιώνων από προσχώσεις
χειμάρρου και το 1890 δημιουργήθηκε διώρυγα με γέφυρα. Η
Σφαιρία χωρίζεται με στενό πέρασμα (πόρος) από την απέναντι πελοποννησιακή ακτή. Το λιμάνι του Πόρου υπήρξε πηγή
έμπνευσης για τους ανθρώπους των γραμμάτων. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Αμερικανός διπλωμάτης, ποιητής και φιλέλληνας Τζορτζ Χόρτον, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τη στενότητα του γραφικού αγκυροβολίου.
Η μικρή Σφαιρία πήρε το όνομά της από τον τάφο του ηνιόχου του Πέλοπα, Σφαίρου, ο οποίος τον βοήθησε να νικήσει
στις αρματοδρομίες τον βασιλιά Οινόμαο και να παντρευτεί
την κόρη του. Όσοι μελετητές θεωρούν ελληνική την ονομασία
«Καλαύρεια» την ερμηνεύουν ως τον «τόπο των καλών ανέμων» ή του Ποσειδώνα Καλαύρου (θεός του ούριου ανέμου).
Ο Πόρος καλύπτεται από πευκόφυτους λόφους, με ψηλότερο
αυτόν της Βίγλας στα ανατολικά, σε ύψος 390 μέτρων. Διαθέτει
ειδυλλιακές παραλίες, που αποτελούν πόλο έλξης για τους επισκέπτες κατά τους θερινούς μήνες. Στο βόρειο τμήμα του νησιού
βρίσκεται η μοναδική εύφορη κοιλάδα, η Φούσα, στην οποία σήμερα υπάρχουν αμπελοκαλλιέργειες, ενώ καλλιεργούνται εντατικά και οι απέναντι πελοποννησιακές ακτές. Το νησί παράγει
επίσης εσπεριδοειδή, λάδι, ελιές και λουλούδια. Επιπλέον, οι κάτοικοί του ασχολούνται με τον τουρισμό και την αλιεία.
Ο Δήμος Πόρου, που συστάθηκε το 1941, περιλαμβάνει τη
διπλή νήσο του Πόρου και τις κοντινές νησίδες. Εντός των
ορίων του εντοπίζονται οι οικισμοί Πόρος, Πέρλια - Συνοικισμός, Ασκέλι, Νεώριο και Φούσα. Ο Δήμος Πόρου παρέμεινε
αμετάβλητος κατά την εφαρμογή του σχεδίου «Καποδίστριας»
(1997), αλλά και του σχεδίου «Καλλικράτης» (2010). Η συνολική έκταση του δήμου είναι περίπου 49 τετραγωνικά χιλιόμετρα,
καθώς, εκτός από τα δύο νησιά, περιλαμβάνει περιοχή 26 τετραγωνικών χιλιομέτρων στην Πελοπόννησο, από το όριο του
Γαλατά έως τις ακτές απέναντι από την Ύδρα. Το νησί αποτελεί
έδρα δημόσιων υπηρεσιών και οργανισμών. Ο πληθυσμός του
ανέρχεται σε 3.993 κατοίκους (απογραφή 2011), ενώ τους θερινούς μήνες αυξάνεται θεαματικά.
Χτισμένος αμφιθεατρικά στον λόφο της Σφαιρίας, ο διατηρητέος οικισμός του Πόρου γοητεύει με τη νησιωτική αρχιτεκτονική του, τις γραφικές πλατείες, τα καλντερίμια και τα αρχοντικά νεοκλασικά σπίτια στην παραλία, που δίνουν στο νησί κοσμοπολίτικη αύρα. Σήμα κατατεθέν του είναι το περίφημο
Ρολόι της πόλης, που δεσπόζει στον λόφο στο κέντρο του·
κατασκευάστηκε το 1927 με δαπάνη του Ποριώτη βουλευτή
Τροιζηνίας Ιωάννη Παπαδόπουλου. Απέναντι από τον Πόρο,
η καταπράσινη Καλαυρεία, ιδανικό συμπλήρωμά του, συνδυάζει αρμονικά το δάσος με τη θάλασσα, δημιουργώντας ένα
μαγευτικό σκηνικό.
Η γοητεία του ποριώτικου τοπίου έχει υμνηθεί από ζωγράφους, ποιητές και λογοτέχνες. Όπως γράφει ο ποιητής Γιώργος
Σεφέρης (Ημερολόγιο, 13/8/1946), γοητευμένος από τα θέλγητρα του νησιού: «Ο Πόρος έχει κάτι από τη Βενετία: κανάλι,
επικοινωνία ανάμεσα στα σπίτια με βάρκες, χλιδή, νωχέλεια,
αισθησιακός πειρασμός, τόπος για διεθνείς ερωμένους».
Μυθολογία - Προϊστορία
Η πρωιμότατη ιστορία του νησιού ανάγεται στη σφαίρα του
μύθου. Όπως αναφέρει και ο Παυσανίας (ΙΙ, 33, 1-2), η Αίθρα βρέθηκε κάποτε στη Σφαιρία για να προσφέρει χοές στον
τάφο του Σφαίρου, ύστερα από όνειρο σταλμένο από την
Αθηνά. Εκεί συνευρέθηκε με τον Ποσειδώνα. Για τον λόγο αυτόν ίδρυσε στο νησί ναό της Απατουρίας Αθηνάς και τον ονόμασε «Ιερά» (νήσος). Προς τιμήν της Αθηνάς, οι Ίωνες τελούσαν τα «Απατούρια», μια γιορτή «ομοπατρίων» (συγγενείς),
κατά την οποία γινόταν η εγγραφή των ενήλικων αγοριών και
κοριτσιών στις φρατρίες, τους καταλόγους των συγγενών. Ο
Παυσανίας σημειώνει ότι αρχικά η Καλαυρεία ήταν το ιερό
νησί του Απόλλωνα, ενώ οι Δελφοί το ιερό του Ποσειδώνα.
Κάποτε, οι δύο θεοί αντήλλαξαν μεταξύ τους τις ιερές θέσεις,
ωστόσο, τον 2ο μ.Χ. αιώνα, μνημονεύονταν ακόμα οι εξής
στίχοι: «Το ίδιο είναι να νέμεσαι τη Δήλο και την Καλαύρεια
και την ιερώτατη Πυθώ και το ανεμόδαρτο Ταίναρο».
Οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας στο νησί πιθανώς από τη Νεολιθική περίοδο, στην περιοχή
όπου ιδρύθηκε, πολύ αργότερα, το ιερό του Ποσειδώνα. Κατά την
Πρωτοελλαδική περίοδο (3η π.Χ. χιλιετία), η κατοίκηση πύκνωσε·
επικεντρώθηκε στο βόρειο, στο κεντρικό και το ανατολικό τμήμα
της Καλαυρείας, στους λόφους της Φούσας και της Σκάρπιζας,
στο ύψωμα της Βαριαρνιάς, στη χερσόνησο Μπίστι, στον Κάβο
Βασίλη, στο ύψωμα Κοκορέλλι και στη βραχονησίδα Μόδι. Επιπλέον, πιθανολογείται η ύπαρξη ακόμα μίας εγκατάστασης στον
Άγιο Στάθη, στη βορειοδυτική πλαγιά του λόφου του Προφήτη
Ηλία. Οι πολυάριθμες αυτές προϊστορικές θέσεις δημιουργούν
έναν ενδιαφέροντα «πρωτοελλαδικό χάρτη», ο οποίος εντάσσεται στο πλαίσιο της μεγάλης ανάπτυξης του θαλάσσιου εμπορίου την περίοδο αυτή· βρίσκονται σε στρατηγικά σημεία, πάνω ή
κοντά στους θαλάσσιους δρόμους που συνδέουν τον Αργολικό
με τον Αργοσαρωνικό κόλπο, διασχίζοντας το πέρασμα ανάμεσα
στις πελοποννησιακές ακτές και στα νησιά Ύδρα και Δοκός. Οι
οικισμοί στο βόρειο και το ανατολικό τμήμα του Πόρου είχαν εύκολη επικοινωνία και με τις ακτές της Αττικής, την Αίγινα και τις
δυτικές Κυκλάδες, περιοχές με τις οποίες διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις. Τα αρχαιολογικά δεδομένα πιστοποιούν τη μακραίωνη κατοίκηση στη Φούσα σε όλη τη διάρκεια της Εποχής του
Χαλκού, που πιθανότατα συνεχίστηκε και κατά τους Κλασικούς,
τους Ελληνιστικούς και τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Στη χερσόνησο μεταξύ των όρμων Μικρό και Μεγάλο Μπίστι, που αποτελούν
δύο φυσικά, ασφαλή αγκυροβόλια, υπήρχε οικισμός, όπου ήρθαν
στο φως εργαλεία και μυλόπετρες από ανδεσίτη (παρόμοιες με
αυτές του φορτίου του ναυαγίου του Δοκού). Ιδιαίτερης μνείας
χρήζει ο εκτεταμένος οικισμός στον Κάβο Βασίλη, που έφτανε τα
15 στρέμματα και έχει χαρακτηριστεί ως μια «μετρίου μεγέθους
κωμόπολη» της Πρωτοελλαδικής περιόδου· εντοπίζεται σε ένα
απόκρημνο βραχώδες ύψωμα που προσφέρει εποπτεία ολόκληρου του Aργοσαρωνικού κόλπου, έως τα παράλια της Αττικής.
Άποψη της προκυμαίας του Πόρου
Καθώς στην περιοχή δεν υπάρχουν εύφορα καλλιεργήσιμα εδάφη, είναι βέβαιο ότι οι κάτοικοι είχαν στραφεί στην
οικονομία της θάλασσας. Ανάμεσα στα αρχαιολογικά ευρήματα ξεχωρίζουν οι σφραγίδες, που απηχούν οργανωμένη
διαχείριση των εμπορικών προϊόντων από μια ιεραρχικά
δομημένη κοινωνία. Η ύπαρξη πολυάριθμων εργαλείων
από ανδεσίτη υποδηλώνει ότι ο οικισμός διαδραμάτιζε
σημαντικό ρόλο στο εμπόριο του υλικού αυτού κατά την
Πρώιμη Χαλκοκρατία (ο Πόρος διαθέτει αρκετά ανδεσιτικά
πετρώματα, όπως και η γειτονική Αίγινα, που πρωταγωνιστούσε στο εμπόριο του είδους αυτού). Στο βραχώδες
ύψωμα Κοκορέλλι, στα ανατολικά, απέναντι από τη βραχονησίδα Μόδι, έχουν εντοπιστεί ίχνη επιφανειακής εξόρυξης τάλκη (πυριτικό ορυκτό του μαγνησίου) από το τοπικό
γκριζοπράσινο πέτρωμα «οφείτης».
Η κατοίκηση στον Πόρο συνεχίστηκε και στους Μυκηναϊκούς
χρόνους. Οι αρχαιολόγοι έχουν φέρει στο φως εκτεταμένα οικιστικά κατάλοιπα της περιόδου αυτής στο Μόδι, καθώς και
στην περιοχή του ιερού του Ποσειδώνα.
Επιπλέον, κοντά στη βορειοδυτική ακτή της νησίδας Μόδι εντοπίστηκε την τελευταία δεκαετία και ερευνάται από το Ινστιτούτο
Ενάλιων Αρχαιολογικών Ερευνών ναυάγιο της Μυκηναϊκής εποχής, που ανάγεται στον 13ο-12ο αιώνα. Μετά το ναυάγιο των
Ιρίων, το σημαντικό εύρημα αποτελεί το δεύτερο ναυάγιο της
Ύστερης Εποχής του Χαλκού που έρχεται στο φως στις ελληνικές θάλασσες, και συγκεκριμένα στον Αργοσαρωνικό.
Κατάλοιπα του ιερού του Ποσειδώνα
Αρχαιότητα
Οι γραπτές πηγές παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για το
νησί, το οποίο κατοικήθηκε χωρίς διακοπή από τους Πρωτοελλαδικούς έως τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Σύμφωνα με τον
ιστορικό Αντικλείδη (FGrHist 140), αρχικά ο Πόρος ονομαζόταν Ειρήνη. Ωστόσο, ο γεωγράφος Στράβωνας (VIII, 6, 14)
σημειώνει ότι ο Πόρος κατά την αρχαιότητα λεγόταν Καλαυρία, ενώ ο Απολλώνιος ο Ρόδιος (III 1243) διασώζει τον παρεμφερή τύπο «Καλαύρεια». Σε επιγραφή (Syll.3
359.1-2), το
νησί αναφέρεται και ως «Καλαύρεα».
Στο κέντρο του Πόρου δέσποζε το θαλασσινό ιερό του Ποσειδώνα, που ήταν η έδρα της σπουδαίας αμφικτιονίας της
Καλαυρείας. Ο γεωγράφος Στράβωνας (VIII, 374) αναφέρει
ότι στην ένωση συμμετείχαν επτά ισχυρές πόλεις: η Ερμιόνη,
η Επίδαυρος, η Αίγινα, η Αθήνα, οι Πρασιές, η Ναυπλία και
ο μινύειος Ορχομενός. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, το Άργος
εντάχθηκε αργότερα στην αμφικτιονία, αντί της Ναυπλίας
(αφού την κατέστρεψε, στο β΄ μισό του 7ου π.Χ. αιώνα),
και η Σπάρτη αντί των Πρασιών (όταν υπέταξε τις Πρασιές,
λίγο μετά το 550 π.Χ.)· κύριος στόχος της ήταν η άμυνα στις
επεκτατικές τάσεις του ισχυρού βασιλιά του Άργους Φείδωνα. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου εκφυλίστηκε και
η αμφικτιονία εξελίχθηκε σε απλή θρησκευτική ένωση, που
δεν διαδραμάτισε ιδιαίτερο ρόλο στις ιστορικές εξελίξεις.
Η ακριβής περίοδος ίδρυσής της απασχόλησε ιδιαίτερα την
αρχαιολογική έρευνα, με την επικρατούσα άποψη να την τοποθετεί στους Αρχαϊκούς χρόνους. Καθώς τα αρχαιολογικά
δεδομένα πιστοποιούν ανθρώπινη παρουσία στον χώρο του ιερού ήδη από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, πολλοί μελετητές αναζήτησαν τις απώτατες ρίζες της ένωσης στην
πρώιμη αυτή περίοδο.
Το ιερό του Ποσειδώνα είχε υπερτοπικό χαρακτήρα· λειτουργούσε ως συνεκτικός κρίκος που ένωνε διάφορες περιοχές,
καθώς, εκτός από έδρα της αμφικτιονίας της Καλαυρείας, ήταν
άσυλο για τους κυνηγημένους. Το ιερό εκτείνεται σε οροπέδιο,
σε υψόμετρο 190 μέτρων στη θέση Παλάτια, ανάμεσα στη Βίγλα και την κορυφή του Προφήτη Ηλία. Το σημείο προσφέρει
εξαιρετική θέα προς το λιμανάκι της Βαγιωνιάς στα βόρεια. Η
ανασκαφή του χώρου έγινε από Σουηδούς αρχαιολόγους, το
1894, και αποτελεί την πρώτη σουηδική ανασκαφική έρευνα
στην Ελλάδα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα πιστοποιούν ανθρώπινη παρουσία κατά την Πρωτοελλαδική περίοδο (ίσως και νωρίτερα, στους Νεολιθικούς χρόνους), που συνεχίστηκε και στην
Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Στη Γεωμετρική περίοδο, η περιοχή
έγινε χώρος λατρείας. Ο αρχαϊκός ναός του Ποσειδώνα κατασκευάστηκε στα τέλη του 6ου/ αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα και
δεν έχει κλασικό ακόλουθο. Στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα, το
ιερό επεκτάθηκε προς τα νότια, με τη δόμηση νέων κτιρίων και
πιθανώς και του προπύλου. Η λατρευτική δραστηριότητα συνεχίστηκε και στους Ελληνιστικούς και τους Ρωμαϊκούς χρόνους.
Επίσης, οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει βυζαντινή κεραμική,
που υποδηλώνει ότι ο χώρος χρησιμοποιούνταν ακόμη και
κατά την ύστερη αυτή περίοδο. Ωστόσο, δεν είναι εξακριβωμένο ακριβώς πότε εγκαταλείφθηκε το αρχαίο ιερό. Το 1997,
το Σουηδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αθήνας ξεκίνησε νέο
κύκλο ανασκαφικών ερευνών στην περιοχή.
Σήμερα, τα διάσπαρτα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του ιερού είναι δυσανάγνωστα για τον επισκέπτη· περιλαμβάνουν τον ναό
του Ποσειδώνα με τον περίβολό του στα βορειοανατολικά, καθώς και έναν ανοιχτό χώρο στα νοτιοδυτικά που ορίζεται από
στοές. Οι επιγραφές πιστοποιούν ότι το ιερό κοσμούσαν πολυάριθμα λαμπρά αναθήματα και πως, από καιρού εις καιρόν, ο
ιερός χώρος επεκτεινόταν για να καλύψει τις ανάγκες των πιστών που συνέρρεαν στον χώρο. Δυτικά των στοών βρισκόταν
το πρόπυλο του ιερού και μπροστά του μια κυκλική εξέδρα. Τα
κτίρια λιθολογήθηκαν κατά την αρχαιότητα, αλλά και σε νεότερους χρόνους, με αποτέλεσμα να διατηρούνται σήμερα στο
επίπεδο των θεμελίων. Ο ναός ήταν δωρικός, με έξι κίονες στις
στενές, 12 στις μακρές πλευρές και απλό σηκό με πρόναο με
δύο κίονες ανάμεσα σε παραστάδες· έχουν έρθει στο φως ελάχιστα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της ανωδομής, ενώ σώζεται μόνο
η τάφρος της θεμελίωσης του κτιρίου. Δυτικοί περιηγητές μάς
πληροφορούν ότι, στα Προεπαναστατικά χρόνια, το οικοδομικό
υλικό του ναού (ακόμη και τα θεμέλια) μεταφερόταν με καΐκια
στα κοντινά νησιά για να χρησιμοποιηθεί για την ανοικοδόμησή
τους και το προόριζαν για το χτίσιμο μοναστηριού. Από τη λιθολόγηση διασώθηκε μόνο ο περίβολος, επειδή ήταν κατασκευασμένος με μικρές αδούλευτες πέτρες, οι οποίες δεν είχαν αξία
ως οικοδομικό υλικό.
Το πανάρχαιο ιερό έγινε το σκηνικό του τραγικού τέλους του
Δημοσθένη. Ο ρήτορας είχε καταδικαστεί σε θάνατο μετά τον
Λαμιακό πόλεμο (323-322 π.Χ.), κατόπιν πρότασης του ρήτορα
Δημάδη· διωκόμενος από τους άνδρες του Αντιπάτρου, διέφυγε τη σύλληψη και έφτασε στην αρχαία πόλη της Καλαυρείας, όπου αναζήτησε άσυλο και τελικά αυτοκτόνησε με κώνειο
μέσα στον ναό του Ποσειδώνα, το 322 π.Χ. O θάνατος του
σπουδαίου άνδρα επισφράγισε με τον πλέον οδυνηρό τρόπο
τον αγώνα του κατά του Φιλίππου της Μακεδονίας. Στα δραματικά αυτά γεγονότα αναφέρεται ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα
Μνημόσυνο στον Πόρο (1969): «Οι θεοί ξεχνιούνται· κι αν απόψε θυμηθήκαμε τον Ποσειδώνα, γυρίζοντας στους έρημους
γιαλούς της Καλαυρείας, είναι γιατί εδώ πέρα, στο ιερόν αλσύλλιο, μια νύχτα του Ιουλίου, ενώ φεγγοβολούσαν τα κουπιά
στο φεγγαρόφωτο και ηχούσαν μέσα στις βάρκες οι κιθάρες
των κισσοστεφάνωτων εφήβων, εδώ, σε τούτο το πευκόφυτο,
πήρε το δηλητήριο ο Δημοσθένης».
Στα νοτιοδυτικά του ιερού βρισκόταν η αρχαία πόλη της
Καλαυρείας. Στην περιοχή της αγοράς έχουν ανασκαφεί
κτίρια δημόσιας χρήσης· ένα από αυτά πιθανότατα ήταν
το βουλευτήριο των Ελληνιστικών χρόνων, ενώ κοντά του
υπάρχει και ένα «ηρώο». Οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει και
κατάλοιπα οικιών, ενώ σε κάποια σημεία του οικισμού διατηρούνται τμήματα της οχύρωσης των Ελληνιστικών χρόνων.
Το λιμάνι της πόλης εντοπιζόταν μάλλον στον κόλπο της
Βαγιωνιάς, στα βόρεια, όπου έχουν έρθει στο φως κατάλοιπα αρχαίων νηοστασίων. Κατά την αρχαιότητα, η προστατευμένη παραλία ενδεχομένως αποτελούσε ένα ιδιαίτερα
ασφαλές αγκυροβόλιο για τα πλοία – από αυτήν ξεκινούσε
δρόμος που κατέληγε στον ναό του Ποσειδώνα, μέσω του
προπύλου του ιερού.
Μεσαίωνας - Λατινική και Οθωμανική κυριαρχία
Η επιδρομή των Γότθων του Αλαρίχου, το 396 μ.Χ., κατέστρεψε ολοκληρωτικά την Τροιζηνία και την Καλαυρεία. Λίγα χρόνια αργότερα, ισχυρός σεισμός σχεδόν ισοπέδωσε το νησί. Πιθανότατα τότε βυθίστηκαν στη θάλασσα οι εγκαταστάσεις του
αρχαίου λιμανιού στη Βαγιωνιά. Ουσιαστικά, ο Πόρος δεν κατόρθωσε να ανακάμψει από τα καταστροφικά αυτά γεγονότα.
Κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους παρέμεινε ακατοίκητος και
αποτέλεσε άντρο των πειρατών που λυμαίνονταν τα νησιά του
Αργοσαρωνικού και τα παράλια της Πελοποννήσου, οι οποίοι
χρησιμοποιούσαν τις βόρειες ακτές του ως ορμητήριο. Η ονομασία «Μπαρμπαριά», που χρησιμοποιείται έως σήμερα για τον
κόλπο της Βαγιωνιάς, απηχεί εύγλωττα την πολυετή παρουσία
των κουρσάρων στο νησί.
Από τον 13ο αιώνα, τα νησιά του Αργοσαρωνικού βρέθηκαν
υπό τον έλεγχο των Βενετών. Ωστόσο, η Σφαιρία εποικίστηκε
αργότερα, στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Στο
πλαίσιο των εσωτερικών μετακινήσεων πληθυσμών, που συντελέστηκαν υπό την πίεση των Οθωμανών, τον 15ο αιώνα,
εγκαταστάθηκαν εκεί ορθόδοξοι αρβανίτικοι πληθυσμοί, οι
οποίοι κατέφτασαν από τις κατακτημένες περιοχές της πελοποννησιακής ενδοχώρας αναζητώντας καταφύγιο (στο νησί
επιβιώνουν ακόμη τοπωνύμια με αρβανίτικες ρίζες). Τότε δημιουργήθηκε ο μεσαιωνικός οικισμός Καστέλι γύρω από το
σημερινό Ρολόι, σε θέση οχυρή, που προσέφερε προστασία
από τους πειρατές. Οι μελετητές θεωρούν ότι οι πρώτοι αυτοί
κάτοικοι ήταν λίγοι και δημιούργησαν ένα μικρό χωριό. Τα
σπίτια τους προστατεύονταν από τους μεγάλους και απότομους βράχους που υψώνονταν τριγύρω.
Αργότερα, το νησί βρέθηκε ξανά υπό τον έλεγχο των Βενετών – από το 1688 έως το τέλος του ΣΤ΄ Βενετοτουρκικού
πολέμου (1684-1699), ο ναύαρχος Φραγκίσκος Μοροζίνι το
χρησιμοποιούσε ως ναύσταθμο του ισχυρού στόλου του. Με
τη Συνθήκη του Πασάροβιτς (1718) μεταξύ της Αυστρίας, της
Βενετίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι Δυτικοί εκδιώχθηκαν οριστικά και ο Πόρος βρέθηκε πάλι υπό οθωμανική
κυριαρχία. Σταδιακά ήρθαν στο νησί και άλλοι έποικοι (Έλληνες
και Αρβανίτες), με αποτέλεσμα τη δημιουργία μεικτού πληθυσμού που διαβιούσε αρμονικά στον μικρό τόπο, με κοινή ορθόδοξη θρησκεία. Κατά την επανάσταση του 1770 (Ορλωφικά), ο
Αλέξης Ορλώφ είχε εγκαταστήσει το ναυαρχείο του στο νησί.
Το μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής, ένα μοναδικό δείγμα νησιωτικής μοναστηριακής αρχιτεκτονικής, οικοδομήθηκε το 1713-
1716. Το επιβλητικό συγκρότημα δεσπόζει σε μια καταπράσινη
πλαγιά, σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων από το κέντρο του
Πόρου. Η ονομασία του μοναστηριού προέρχεται από τη μοναδική πηγή του νησιού, στην οποία η παράδοση αποδίδει θαυματουργές θεραπευτικές ιδιότητες. Λογοτεχνικά κείμενα που περιγράφουν το μοναστήρι αναφέρουν ότι από μακριά το επιβλητικό
κτιριακό συγκρότημα μοιάζει με κάστρο ριζωμένο στα βράχια.
Ξεχωρίζει από τους συμπαγείς όγκους, ανάμεσα στα κυπαρίσσια,
ο τρούλος του ναού της Παναγίας της Ζωοδόχου Πηγής, ενώ
τα μακρόστενα παράθυρα των κελιών θυμίζουν στον επισκέπτη
πολεμίστρες άλλων εποχών. Ιδιαίτερης μνείας χρήζουν το αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού και η εικόνα της Παρθένου
(ως Ζωοδόχου Πηγής), έργο του Ιταλού ζωγράφου Ραφαέλο
Τσέκολι. Ο καλλιτέχνης έδωσε στην ιερή μορφή τα χαρακτηριστικά της κόρης του, η οποία πέθανε σε ηλικία 21 ετών και
τάφηκε στο προαύλιο του μοναστηριού. Ο ναός φιλοξενεί και
τρεις πολύτιμες εικόνες της Ζωοδόχου Πηγής: δύο από αυτές
είναι φιλοτεχνημένες από τους περίφημους Κρήτες ζωγράφους
Θεόδωρο Πουλάκη και Εμμανουήλ Τζάνε στα μέσα του 17ου
αιώνα· επιπλέον, υπάρχει και ιερό κειμήλιο από τον αγώνα του
1821, δηλαδή επάργυρη εικόνα που είχε ο Ανδρέας Μιαούλης
στο πλοίο του, την οποία αφιέρωσε στο μοναστήρι το 1830.
Εκεί βρίσκονται, επίσης, οι τάφοι των σπουδαίων αγωνιστών της
Επανάστασης Μανώλη Τομπάζη και Νικόλαου Αποστόλη.
Το μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής
Κατά το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, ο Πόρος γνώρισε αξιοσημείωτη άνθηση. Ήταν η εποχή της αλματώδους
ανάπτυξης της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, μετά τη ρωσοτουρκική Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), η οποία
δημιούργησε συνθήκες ελεύθερης ναυσιπλοΐας στη Μεσόγειο.
Το 1806 χτίστηκε ο περίφημος Ρωσικός Ναύσταθμος, που σήμερα δεσπόζει μισοερειπωμένος σε ένα ειδυλλιακό τοπίο, στον
γραφικό όρμο όπου απολήγει μικρή πευκόφυτη κοιλάδα. Την
περίοδο αυτή, μετά τη λήξη του Α΄ Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774), τα ρωσικά πλοία έπλεαν ελεύθερα στις ελληνικές
θάλασσες και ναυλοχούσαν στα ελληνικά λιμάνια. Η εμπορική
δραστηριότητα αυξήθηκε μετά και τον επόμενο –επίσης νικηφόρο για τη Ρωσία– πόλεμο του 1787-1792, οπότε οι Ρώσοι
επέλεξαν το ασφαλές λιμάνι του Πόρου για να κατασκευάσουν
σταθμό τροφοδοσίας του στόλου τους. Το συγκρότημα περιελάμβανε μεγάλο αριθμό κτισμάτων για την παρασκευή γαλέτας
και την αποθήκευση υλικών, τροφίμων και γαιανθράκων, που
χρησίμευαν για τον ανεφοδιασμό των πλοίων. Στις αρχές του
20ού αιώνα, εποχή παρακμής του ρωσικού ναυτικού, ο πρεσβευτής της Ελλάδας στη Ρωσία Αλέξανδρος Τομπάζης, Ποριώτης στην καταγωγή, εισηγήθηκε στον Τσάρο την παραχώρηση της κυριότητας του χώρου στο Ελληνικό Δημόσιο προς
όφελος του ελληνικού πολεμικού ναυτικού. Ωστόσο, τα κτίρια
παρέμειναν σε αχρηστία και άρχισαν να ερειπώνονται, ενώ το
οικοδομικό υλικό τους χρησιμοποιήθηκε σε νέες κατασκευές.
Στην πορεία των ετών, ο χώρος πωλήθηκε σε ιδιώτες και το
μνημείο έμεινε εκτεθειμένο στη φθορά του χρόνου. Τα τελευταία χρόνια, ο Δήμος Πόρου έχει αναλάβει πρωτοβουλίες για
τη διάσωσή του, αξιοποιώντας παράλληλα τον ομώνυμο όρμο
του Ρωσικού Ναυστάθμου ως χώρο διεξαγωγής σημαντικών
πολιτιστικών και ναυταθλητικών διοργανώσεων.
Κατάλοιπα του Ρωσικού Ναυστάθμου
Λίγο πριν ξεσπάσει η Επανάσταση του 1821, τα νησιά
του Αργοσαρωνικού αντιμετώπισαν μεγάλη ναυτική κρίση.
Η ήττα του Ναπολέοντα άλλαξε δραματικά τα δεδομένα
στη Μεσόγειο: οι Δυτικοευρωπαίοι ανέλαβαν ξανά τα ηνία
του θαλάσσιου εμπορίου, με συνέπεια η οικονομία των
νησιών να υποστεί ισχυρό πλήγμα. H κρίση έπληξε περισσότερο τους Υδραίους και τους Σπετσιώτες, οι οποίοι διέθεταν μεγάλα πλοία που ταξίδευαν σε όλη τη Μεσόγειο,
έως τη Μαύρη Θάλασσα. Οι επιπτώσεις για τον Πόρο ήταν
λιγότερο οδυνηρές, επειδή τα ποριώτικα εμπορικά σκαριά ήταν μικρότερα και κάλυπταν μικρότερες αποστάσεις.
Η συνακόλουθη οικονομική εξαθλίωση των πληρωμάτων
προκαλούσε κοινωνικές αντιπαραθέσεις στις μικρές νησιωτικές κοινωνίες, στις οποίες η Επανάσταση έμελλε να αποτελέσει τη μοναδική διέξοδο.
Επανάσταση - Νεότερη εποχή
Τις παραμονές της Επανάστασης, αρκετοί Ποριώτες είχαν ήδη
μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, προετοιμάζοντας το έδαφος για
τον ένοπλο ξεσηκωμό. Τα νησιά του Αργοσαρωνικού διέθεταν
έμπειρα, ετοιμοπόλεμα πληρώματα, τα οποία επάνδρωσαν τα
εμπορικά πλοία, που μετατράπηκαν σε πολεμικά για τις ανάγκες του Αγώνα. Ο Πόρος έγινε το αγκυροβόλιο του ελληνικού πολεμικού στόλου και τριμελής επιτροπή φρόντιζε για τον
ανεφοδιασμό των πλοίων. Επιπλέον, στις αποθήκες του νησιού
φυλάσσονταν τα εφόδια που κατέφταναν από φιλέλληνες του
εξωτερικού για να διανεμηθούν στους αμάχους, οι οποίοι ζούσαν σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης.
Μετά τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση του επαναστατημένου
έθνους (Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας), που συνήλθε
από τον Μάρτιο έως τον Μάιο του 1827, η Αντικυβερνητική Επιτροπή, η οποία ασκούσε προσωρινά την εξουσία
μέχρι την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια, όρισε ως έδρα της τον Πόρο. Από εκεί διοίκησε έως τα τέλη Ιουνίου,
οπότε εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο (που είχε οριστεί ως
πρωτεύουσα από την Εθνοσυνέλευση), όταν κόπασε η εμφύλια διαμάχη που είχε ξεσπάσει.
Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε στο νησί ο πρώτος ναύσταθμος
της ελεύθερης Ελλάδας και, το 1831, ανακοινώθηκε επίσημα η νέα θέση του στο Κ.Ε. «ΠΟΡΟΣ». Η «Ναυτική Υπηρεσία τού εν Πόρω Ναυστάθμου» διατηρήθηκε με αυτή την
ονομασία έως το 1833, οπότε ο Όθωνας συγκρότησε το
Διευθυντήριο επί των Ναυτικών. Το 1878, ο ναύσταθμος
μεταφέρθηκε στη Σαλαμίνα και η βάση του Πόρου χρησιμοποιήθηκε ως κέντρο εκπαίδευσης ναυτών, αφού μετονομάστηκε σε «Κεντρικό Προγυμναστήριο». Έως τις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου είχαν εγκατασταθεί εκεί
το Συγκρότημα Σχολών Πολεμικού Ναυτικού, η Ανωτέρα
Διοίκηση Σχολών και το Αρχηγείο Εκπαιδευτικής Μοίρας.
Γυναικεία ενδυμασία του Πόρου και της Ύδρας (από το έργο του Otto
Magnus von Stackelberg, Costumes & Usages des Peuples de la Grèce Moderne,
Παρίσι 1828)
Μέχρι το 1952, η βάση λειτούργησε εκ νέου ως Κέντρο
Προπαιδεύσεως και Εκπαιδεύσεως Ειδικοτήτων Ναυτών
και Ναυτοπαίδων. Στη συνέχεια, έως το 1991, οι εγκαταστάσεις φιλοξένησαν τη Σχολή Υπαξιωματικών του πολεμικού ναυτικού. Από το 1992 λειτουργούν ως κέντρο εκπαίδευσης με την ονομασία «Κ.Ε. ΠΟΡΟΣ», ενώ διαμορφώθηκαν και ξενώνες για τον παραθερισμό των αξιωματικών
του πολεμικού ναυτικού.
Στο νησί έλαβε χώρα η περίφημη Διάσκεψη του
Πόρου (Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος 1828), κατά
την οποία οι πρεσβευτές των τριών μεγάλων δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) κατέληξαν σε
προτάσεις προς τις κυβερνήσεις τους σχετικά με τα
εδαφικά όρια του ελληνικού κράτους· λαμβάνοντας
εν μέρει υπ’ όψιν τα υπομνήματα του Ιωάννη Καποδίστρια, εισηγήθηκαν να συμπεριληφθούν στην ελληνική επικράτεια τα εδάφη της Στερεάς Ελλάδας,
που βρίσκονταν νότια της γραμμής Αμβρακικού -
Παγασητικού. Πριν ακόμη ολοκληρωθεί η διάσκεψη,
υπογράφτηκε στο Λονδίνο το Πρωτόκολλο της 4ης/
16ης Νοεμβρίου 1828, σύμφωνα με το οποίο στην
ελληνική επικράτεια περιλαμβάνονταν μόνο η Πελοπόννησος και οι Κυκλάδες. Ωστόσο, μερικούς μήνες
αργότερα, οι προτάσεις της διάσκεψης των τριών
πρεσβευτών στον Πόρο έγιναν αποδεκτές και η συνοριακή γραμμή Αμβρακικού - Παγασητικού επικυρώθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (10/ 22
Μαρτίου 1829).
Τον Ιούλιο του 1831, ο Πόρος έγινε το σκηνικό
ενός αιματηρού γεγονότος της νεότερης ελληνικής
Ιστορίας, που εντάσσεται στο πλαίσιο των εμφύλιων
ταραχών οι οποίες ταλάνισαν τη χώρα μετά τον αγώνα της ανεξαρτησίας: ο Ανδρέας Μιαούλης ήρθε σε
σύγκρουση με τον Ιωάννη Καποδίστρια, επειδή
ο κυβερνήτης δεν ικανοποιούσε τους Υδραίους
πλοιοκτήτες, οι οποίοι απαιτούσαν προνομιακή
μεταχείριση ως αντάλλαγμα για την καθοριστική συμβολή τους στον αγώνα. Ο Καποδίστριας
αποφάσισε τον αποκλεισμό της Ύδρας από τα
πλοία του ελληνικού στόλου που ναυλοχούσαν
στον Πόρο. Τότε, ο Μιαούλης, αφού πληροφορήθηκε τις προθέσεις του Καποδίστρια, κατέλαβε τη φρεγάτα «Ελλάς» και στη συνέχεια
πυρπόλησε τα δύο πιο αξιόμαχα πλοία του
ελληνικού στόλου. Η πρωτόγνωρη αυτή
πράξη προκάλεσε πανελλήνια κατακραυγή, καθώς και
την έντονη αντίδραση των κυβερνητικών στρατευμάτων, που προχώρησαν σε λεηλασίες, εμπρησμούς και
εκτεταμένες καταστροφές στο νησί.
Μέρος των εγκαταστάσεων του Κέντρου Εκπαίδευσης «ΠΟΡΟΣ»
Κατά τους Νεότερους χρόνους, το μεσαιωνικό Καστέλι υπήρξε ο πυρήνας εξέλιξης του σύγχρονου οικισμού του Πόρου. Από τα υψώματά του, τα σπίτια
επεκτάθηκαν σταδιακά έως την παραλία και προς
την άκρη της χερσονήσου. Περίπου από το 1862 άρχισε να αναπτύσσεται η νεοκλασική πόλη, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί σταδιακά το ειδυλλιακό τοπίο του Πόρου με τη διαχρονική μαγεία του.
Σχετικά με την επαναστατική περίοδο και τον ρόλο του Πόρου το 1821, δείτε αναλυτικά ΕΔΩ
Ο φάρος Ντάνα
Η Χατζοπούλειος Δημοτική Βιβλιοθήκη (φωτογραφία σελίδας
facebook βιβλιοθήκης)
Σύγχρονη εποχή
Τα τελευταία χρόνια, ο Πόρος απέκτησε αξιόλογες
τουριστικές υποδομές, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί
σε δημοφιλή θερινό προορισμό για Έλληνες και ξένους επισκέπτες. Τα αξιοθέατα του νησιού, όπως o
παραδοσιακός οικισμός με τη γραφική προκυμαία, ο
ναός του Ποσειδώνα, η μονή Ζωοδόχου Πηγής, το
Ρολόι, το Αρχαιολογικό Μουσείο, η Χατζοπούλειος
Δημοτική Βιβλιοθήκη και η μοναδική στην Ελλάδα
Έκθεση Κοχυλιών που στεγάζεται σε αυτήν, δωρεά
του ζεύγους των τοπικών ευεργετών Γιώργου και
Χέλγκας Κανελλάκη, σε συνδυασμό με το μοναδικό φυσικό τοπίο και τις ειδυλλιακές παραλίες,
δημιουργούν ένα σαγηνευτικό σύνολο. Από
το 1957 έως το 1983, στον Πόρο ήταν πρυμνοδετημένο το θωρηκτό «Αβέρωφ», που στη
συνέχεια μεταφέρθηκε στο Φάληρο.
Κατά το πρόσφατο παρελθόν, το νησί φιλοξένησε πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων
και των τεχνών. Στο Κόκκινο Σπίτι (Γαλήνη), το
επιβλητικό πέτρινο αρχοντικό που έχτισε ο αρχιτέκτονας Αναστάσιος Μεταξάς πάνω στην ακτή μεταξύ Πόρου και Γαλατά, φιλοξενούνταν τα καλοκαίρια σημαντικές
προσωπικότητες, όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1931 και
ο διάσημος ζωγράφος Μαρκ Σαγκάλ, που μαγεύτηκε από το
μοναδικό φως του Πόρου και εμπνεύστηκε από τις ομορφιές
του τοπίου. Ο μεγάλος Έλληνας ποιητής Γιώργος Σεφέρης
έζησε στη Γαλήνη το διάστημα 1946-1949. «Η Γαλήνη, το
βικτωριανό εκείνο σπίτι, κόκκινο Πομπηίας, μου έδωσε για
πρώτη φορά, ύστερα από πολλά χρόνια, το αίσθημα του
στερεού σπιτιού, όχι της προσωρινής κατασκήνωσης: αυτής
της πραμάτειας που πήρα τη συνήθεια να νομίζω πως δεν
κατασκευάζεται πια» αναφέρει ο ποιητής σε επιστολή που
περιλαμβάνεται στις Δοκιμές του (1962). Στη Γαλήνη έγραψε και το ποίημα «Κίχλη», δανειζόμενος τον τίτλο από το μικρό πλοίο που έριχνε άγκυρα μπροστά στο ρομαντικό σπίτι.
Στο νησί παραθέρισαν, μεταξύ άλλων, και οι Χένρι Μίλερ,
Τζορτζ Χόρτον, Γκρέτα Γκάρμπο, Τζέιμς Μέριλ, Κίμων Φράιερ,
Πίτερ Γκρέι, καθώς και οι Βρετανοί ζωγράφοι Τζον Λι Κράξτον και Λούσιαν Φρόιντ. Ο Κράξτον φιλοτέχνησε στο Λεμονοδάσος το έργο «Ο Τρυγητής των Λεμονιών», ενώ ο Φρόιντ
αποτύπωσε στον καμβά τα οπωροφόρα δέντρα του τόπου.
Επιπλέον, τον Πόρο επισκέπτονταν και οι διακεκριμένοι λογοτέχνες Γιάννης Ρίτσος, Ζωρζ Σαρρή και Βασίλης Ρώτας, καθώς
και ο δημοφιλής τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος.
Σήμερα, ο Πόρος συνιστά σπουδαίο πυρήνα πολιτισμού
στην περιοχή, χάρη στις εκδηλώσεις που διοργανώνει ο δήμος καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, αλλά και σε σημαντικές ιδιωτικές πρωτοβουλίες, όπως η πρωτοποριακή Γκαλερί
Citronne και η Διεθνής Ακαδημία Πιάνου. Επιπλέον, το φυσικό λιμάνι του αποτελεί δημοφιλή προορισμό για χιλιάδες
σκάφη κάθε χρόνο, ενώ, λόγω της εύκολης οδικής πρόσβασής του από μεγάλα αστικά κέντρα, οι επισκέπτες το προτιμούν ολοένα περισσότερο και εκτός της θερινής περιόδου για να εξερευνήσουν τις ομορφιές του, να συμμετάσχουν
σε αθλητικές διοργανώσεις και να δουν μοναδικά έθιμα,
όπως ο διάπλους των Επιταφίων στον δίαυλο το Πάσχα.
Το νησί είναι ένας θελκτικός μικρόκοσμος, που συνδυάζει
τη γραφικότητα του φυσικού και του οικιστικού τοπίου με
την ενδιαφέρουσα ιστορία και τη μοναδική ατμόσφαιρα. Τα
τελευταία χρόνια, ο Δήμος Πόρου πρωτοστατεί σε πανελλήνιες δράσεις για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, με έμφαση στην αντιμετώπιση της ρύπανσης από τα
μεταφερόμενα πλαστικά απορρίμματα και την απομάκρυνση
της ιχθυοκαλλιεργητικής δραστηριότητας από τις παράκτιες
περιοχές, τις οποίες καταλαμβάνουν, σε σύγκρουση με τις
προτεραιότητες των τοπικών κοινωνιών για διαφύλαξη του
φυσικού περιβάλλοντος και την αειφόρο ανάπτυξη.
Από το 2014, δήμαρχος Πόρου είναι ο Γιάννης Δημητριάδης,
ο οποίος πρώτευσε στις εκλογές του Μαΐου της ίδιας χρονιάς
με ποσοστό 56% και επανεκλέχθηκε τον Μάιο του 2019 με
ποσοστό 58%.
Η Bίλα Γαλήνη
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Πόρου
Το μουσείο βρίσκεται στην πλατεία Αλέξανδρου Κορυζή
(καταγόμενος από τον Πόρο πρωθυπουργός της Ελλάδας,
ο οποίος, κατά την επίσημη ιστορική καταγραφή, αυτοκτόνησε τον Απρίλιο του 1941, μετά την άρνησή του να αποδεχθεί τελεσίγραφο των Γερμανών για την παράδοση της
χώρας), όπου υπάρχει η μαρμάρινη προτομή του στο κέντρο. Χτίστηκε τη διετία 1967-1968 στη θέση του παλαιού
αρχοντικού του Κορυζή, το οποίο δωρίστηκε στο Δημόσιο
μέσω των κληρονόμων του για τον σκοπό αυτόν.
Μερική άποψη του εσωτερικού του μουσείου
To κτίριο διαθέτει δύο μουσειακούς χώρους, στο ισόγειο
και στον όροφο, όπου φυλάσσονται αρχαιότητες από το
ιερό του Ποσειδώνα, την Τροιζήνα (με την οποία ο Πόρος
είχε πάντοτε πολύ στενές επαφές) και από ανασκαφές στην
Ερμιόνη.
Από τα εκθέματα του ισογείου ιδιαίτερης μνείας
χρήζουν το γύψινο εκμαγείο της ενεπίγραφης στήλης από
την Τροιζήνα με το κείμενο του αθηναϊκού ψηφίσματος που
πρότεινε ο Θεμιστοκλής, το 480 π.Χ., για την αντιμετώπιση
της περσικής εισβολής (η πρωτότυπη στήλη βρίσκεται στο
Επιγραφικό Μουσείο της Αθήνας), τα αγαλματίδια και οι
επιτύμβιες στήλες του 4ου π.Χ. αιώνα, αντιπροσωπευτικά
δείγματα της γλυπτικής των Κλασικών χρόνων, η σειρά των
κιονοκράνων από το ιερό, που παρουσιάζει συνοπτικά την
εξέλιξη των τριών κύριων αρχαίων αρχιτεκτονικών ρυθμών από τους Αρχαϊκούς έως τους Ρωμαϊκούς χρόνους, τα
αρχιτεκτονικά μέλη κτιρίων των Παλαιοχριστιανικών χρόνων, καθώς και οι αρχιτεκτονικές τερρακότες από το ιερό,
την αρχαία Τροιζήνα και τα Μέθανα.
Στον χώρο πριν από
το κλιμακοστάσιο εκτίθεται το πρώτο απόκτημα της Αρχαιολογικής Συλλογής του Πόρου, η οποία ιδρύθηκε από
τον αρχαιόφιλο καθηγητή Γαλλικών Χρήστο Φουρνιάδη:
ένα μαρμάρινο πόδι από ανδριάντα υπερφυσικού μεγέθους
των Ρωμαϊκών χρόνων. Ο τρόπος παρουσίασης, με την παλαιά προθήκη και τη χειρόγραφη πινακίδα του Φουρνιάδη,
παραπέμπει στα πρώτα χρόνια ζωής της συλλογής.
Ο μουσειακός χώρος του ορόφου φιλοξενεί κυρίως κεραμικά ευρήματα, που πιστοποιούν τη μακραίωνη ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή της Τροιζηνίας και την Ερμιόνη από τους Προϊστορικούς έως τους Παλαιοχριστιανικούς
και τους Βυζαντινούς χρόνους. Επίσης, εντυπωσιάζουν τα
κτερίσματα των μυκηναϊκών θολωτών τάφων στη Μαγούλα του Γαλατά, μεταξύ των οποίων ένα χάλκινο ξίφος με
επάργυρα καρφιά, που καταδεικνύει την ισχύ και τον πλούτο των τοπικών ηγεμόνων της εποχής.
Το κτίριο του μουσείου
* Τα παραπάνω κείμενα και φωτογραφίες αποτελούν απόσπασμα του λευκώματος «Νησιά της Αττικής – όψεις της ιστορίας και του πολιτισμού», το οποίο εκδόθηκε το 2021 από το Δίκτυο Συνεργασίας Δήμων Π.Ε. Νήσων Αττικής.